χασμάδα

χασμάδα
η
μικρή σχισμή, χαραμάδα: Έβλεπε από τη χασμάδα τι γινόταν στο διπλανό δωμάτιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χασμάδα — η, Ν μικρή σχισμή, χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα + κατάλ. άδα (πρβλ. σχισμ άδα, χαραμ άδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”